Με τα χρόνια που περνούν, στα χρόνια του αυτοκράτορα της Ρώμης Αυγούστου (63 π.Χ. - 14 μ.Χ.), ο Ωρωπός γίνεται οριστικά πια κτήση της Αθήνας. Η επικράτηση του Χριστιανισμού είχε ως αποτέλεσμα τη βαθμιαία εξαφάνιση της αρχαίας θρησκείας, αλλά στη θέση της παρηκμασμένης αρχαίας πόλης χτίζεται ο παλαιοχριστιανικός και πρωτοβυζαντινός Ωρωπός. Η εγκατάλειψη της παραλίας θα γίνει αργότερα και για πολλά χρόνια ο σημερινός Παλιός Ωρωπός, δυτικά της Σκάλας και σε απόσταση από τη θάλασσα, θα αντικαταστήσει την αρχαία πόλη.
Από τα μέσα του 9ου αιώνα η Αττική ακολουθεί την ανοδική πορεία της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας, μια πορεία αναδόμησης και άνθησης που είναι γνωστή ως Μακεδονική Αναγέννηση. Κατά την περίοδο αυτή, ο Ωρωπός γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή ως αγροτική δύναμη λόγω των εύφορων εδαφών του. Αρχίζουν να χτίζονται νέες εκκλησίες σε νέους αρχιτεκτονικούς τύπους και η οικοδομική αυτή δραστηριότητα θα φτάσει στο αποκορύφωμά της για την περιοχή του Ωρωπού κατά τον 12ο, τον 13ο και 14ο αιώνα όπου φαίνεται πως ο τόπος γνώρισε μακρές περιόδους οικονομικής ευημερίας.
Η ευημερία αυτή του Ωρωπού πιστοποιείται αφενός από το πλήθος των βυζαντινών ναών, το μεγάλο μέγεθος μερικών εξ αυτών, τη συνθετότητα των αρχιτεκτονικών τους τύπων και από το γεγονός ότι σχεδόν πάντα οι ναοί φέρουν δύο στρώματα τοιχογραφιών. Πιστοποιείται όμως και από προφορικές μαρτυρίες που αναφέρουν πως κατά την επίσκεψη του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου στην Αττική (1018 μ.Χ.) , ο Ωρωπός αριθμούσε 2.000 κατοίκους. Τα βυζαντινά μνημεία του Ωρωπού συνδέονται στενά με την παρουσία του φράγκικου στοιχείου στην Ελλάδα, για την επιρροή του οποίου στη βυζαντινή παράδοση οι μελετητές ανακαλύπτουν νέα στοιχεία ακόμα και σήμερα.
Στις αρχές του 12ου αι. οι Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου εγκαθίστανται στα κάστρα του Συκαμίνου και του Ωρωπού. Το δεύτερο είχε οπτική επαφή με το κάστρο στο Συκάμινο αλλά και με το κάστρο στα Φύλλα Ευβοίας. Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι τα δύο κάστρα είναι κατά πολύ αρχαιότερα της Φραγκοκρατίας, ενώ κάποιοι άλλοι συνδέουν το κάστρο του Ωρωπού με την ύπαρξη αρχαίας Ακρόπολης, χωρίς αυτό να έχει αποδειχθεί. Το κάστρο του Συκαμίνου φαίνεται ότι ήταν ισχυρότερο του Ωρωπού. Επίσης φαίνεται ότι είναι και το κέντρο διοίκησης της περιοχής από το 1311 και μετά, όταν την περιοχή καταλαμβάνουν οι Καταλανοί, γι’ αυτό εξάλλου εκεί βρίσκεται και η κατοικία του εκάστοτε άρχοντος της περιοχής (επιλέγουν ως κατοικία μία περιοχή πιο απομακρυσμένη από την πολυδιεκδικούμενη περιοχή του Ωρωπού και τον εύρωστο κάμπο της ο οποίος συχνά γινόταν πεδίο μαχών για την κατάκτησή του).
Επίσης, σε ύψωμα κοντά στην παραλία του Καλάμου λίγο πιο νοτοανατολικά από τους Αγίους Αποστόλους υπάρχει ο κυκλικός πύργος με την ονομασία «Πυργάρι», με διάμετρο 3,5 μέτρα και πάχος τοίχου 0,80-0,90 μέτρα. Η ποσότητα των κατακρημνισμένων υλικών στο εσωτερικό του και τριγύρω δείχνει ότι δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός. Το αρχικό του ύψος πρέπει να ήταν γύρω στα 4 μέτρα. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν βίγλα και μάλλον φράγκικη από τον 13ο ή 14ο αιώνα. Λίγα χιλιόμετρα πιο νότια, σε παρόμοια θέση, βρίσκεται ένας ακόμα κυκλικός πύργος, λίγο μικρότερος.
(Γενικά, όπως αναφέρει η ιστοσελίδα «Καστρολόγος», στην Ελλάδα η αξιοποίηση των κάστρων είναι ελάχιστη, αν και ο τόπος μας είναι γεμάτος με κάστρα και πύργους. Σε άλλες χώρες τα κάστρα έχουν περίοπτη θέση σαν τουριστικό αξιοθέατο. Για παράδειγμα στη Γαλλία και στη Γερμανία, από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς είναι η περιήγηση στα κάστρα του Λίγηρα και του Ρήνου αντίστοιχα. Υπάρχουν άλλες χώρες, κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη, που τα κάστρα τους είναι το πιο προβεβλημένο στοιχείο της κουλτούρας τους. Ίσως επειδή στην Ελλάδα υπάρχουν τόσα άλλα μνημεία πολιτισμού, με παγκόσμια αναγνώριση και αξία, τα κάστρα εκ των πραγμάτων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Είναι όμως ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας μας και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.)
Με την 4η Σταυροφορία, γίνεται η διανομή της Αυτοκρατορίας από τους σταυροφόρους και ο στρατηγός Βονιφάτιος λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Ελλάδας. Προς το τέλος του 1204 παραχωρεί την περιοχή της Αττικής και της Βοιωτίας στον Βουργούνδιο Όθωνα Ντελαρός. Έτσι αρχίζει η Φραγκοκρατία και στον Ωρωπό. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ παραχωρεί την ενορία του Ωρωπού στην επισκοπή Αθηνών (και όχι στη Θήβα που τον διεκδικούσε) το 1209. Η Φραγκοκρατία στην Αττική διαρκεί 255 χρόνια και διαιρείται σε τρεις περιόδους: τη Γαλλική (1205-1311μ.Χ.), την Καταλανική (1311-1387μ.Χ.) και στη Φλωρεντίνικη περίοδο όπου κυριαρχεί ο οίκος των Ατζαγιόλι (1387-1460μ.Χ.).
Το 1255 ο ηγεμόνας της Αχαΐας Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος συλλαμβάνει στον Ωρωπό και φυλακίζει στο κάστρο του Συκαμίνου τους δύο τριτημόριους της Εύβοιας επειδή δεν δέχονταν τον ίδιο ως τρίτο τριτημόριο (κάτι που ο Γουλιέλμος δικαιούταν «κληρονομικώ δικαίω»). Το 1278 ο Ωρωπός δέχεται πειρατική επιδρομή.
Οι Καταλανοί, πρώην μισθοφόροι που αναζητούσαν την τύχη τους, εισέβαλαν στη Στερεά Ελλάδα, κατέλαβαν τη Βοιωτία και κατεβαίνοντας προς Αθήνα βρέθηκαν στα Κάστρα Συκαμίνου και Ωρωπού. Το 1311 μ.Χ., στη μάχη της Κωπαΐδας, καταλαμβάνουν οριστικά το φράγκικο Δουκάτο των Αθηνών μέρος του οποίου αποτελούσε και το φέουδο Ωρωπού και Συκαμίνου με έδρα το κάστρο του Συκαμίνου και ολοκληρώνουν την κυριαρχία τους. Την εποχή της Καταλανικής Κυριαρχίας (1311-1387) αρχίζει η εγκατάσταση των Αρβανιτών στα χωριά της Βοιωτίας και της Αττικής, όπου χρησιμοποιήθηκαν ως μισθοφόροι αγρότες ή στρατιώτες από τους ηγεμόνες των περιοχών.
Το κάστρο του Συκαμίνου κατά την Καταλανική Περίοδο, έχοντας τη στρατιωτική ισχύ και τη διοικητική εξουσία της περιοχής, αποτέλεσε ορμητήριο του Τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών της Ρόδου, οι οποίοι συνεργάζονταν με τους Καταλανούς. Οι Ιωαννίτες συχνά ήταν αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν επιθέσεις από ληστές που έρχονταν από το βορρά και την ανατολή. Έτσι, κάθε ξένος στην περιοχή αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία. Το 1381, η Βασίλισσα της Αραγωνίας Μαρία η Σίβυλλα ζητάει από τον Μεγάλο Μάγιστρο των Ιωαννιτών Ιπποτών να διορίσει διοικητή του Συκαμίνου τον αδελφό Βερεγγάριο Βάτλη.
Λίγα χρόνια αργότερα η Βενετία, έχοντας στην κατοχή της την Εύβοια, επεδίωξε να καταλάβει την παραλιακή ζώνη της Στερεάς Ελλάδας απέναντι από την Εύβοια σε βάθος 5 μιλίων. Στη ζώνη αυτή περιλαμβάνονται και τα στρατηγικά κάστρα του Συκαμίνου και του Ωρωπού. Τελικά οι Βενετοί γίνονται κύριοι του κάμπου του Ωρωπού, όχι όμως και των κάστρων του τα οποία εξακολουθούν να παραμένουν υπό καταλανική δοίκηση παρά το γεγονός ότι οι Καταλανοί εκδιώκονται το 1387 από τους Φλωρεντίνους. Αυτό προκαλεί την αντίδραση των Βενετών και έτσι στις 9 Αυγούστου 1407 υπογράφεται συμφωνία κατά την οποία η Βενετία διατήρησε τον έλεγχο της παραγωγικής ζώνης του Ωρωπού, ενώ οι Φλωρεντίνοι κράτησαν τα κάστρα αλλά με την υποχρέωση να μη χτίσουν άλλα !
Η «ιταλική» περίοδος διοίκησης του δουκάτου των Αθηνών από τον οίκο των Ατζαγιόλι (1387-1460) είναι ίσως η καλύτερη περίοδος της Φραγκοκρατίας για τους ντόπιους κατοίκους, αφού τους παραχωρείται διοικητική αυτονομία που συμβάλλει στην ανακούφιση του πληθυσμού και στην άνθιση της οικονομίας. Το μόνο κακό που συνέβη στο Δουκάτο κατά την περίοδο αυτή ήταν μία θανατηφόρος λοιμώδης νόσος η οποία ελάττωσε σημαντικά τον πληθυσμό της Αττικοβοιωτίας. Αυτό οδήγησε στο δεύτερο κύμα καθόδου των χριστιανών Αρβανιτών από τη Β. Ήπειρο στην Αττική και τη Βοιωτία.
Αυτή πρέπει να είναι και η περίοδος της μεγάλης ακμής του Ωρωπού γενικά και της φράγκικης παροικίας του ειδικότερα, η οποία έφτανε περί τις 50 οικογένειες (την ίδια περίοδο ο Ωρωπός αριθμούσε 250-300 οικογένειες). Την ύπαρξη της φράγκικης παροικίας αποδεικνύουν τα ευρήματα που αναφέρει ο ερευνητής Ι. Κουμανούδης με σπουδαιότερο ένα κιονόκρανο το οποίο φέρει φυλλώματα και θυρό που παραπέμπουν σε οικόσημο Φράγκου ηγεμόνα.
Πηγές:
Βυζαντινά Μνημεία Αττικής: http://www.eie.gr/byzantineattica/
Γκικάκης Ι. (2007), Η Ιστορία του Ωρωπού, Ωρωπός
Κουμανούδης Ι., Συμπληρωματική έρευνα επί των χριστιανικών μνημείων του Ωρωπού, Δελτίον Χριστιανικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών 5 [περίοδος Δ΄] (1969)
Μουσείο Ζυγομαλά, Αυλώνα
Μπούρας Χ.-Μπούρα Λ., Η Ελλαδική Ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα 2002
Ορλάνδος Α., Μεσαιωνικά Μνημεία Ωρωπού και Συκαμίνου, Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 4 (περίοδος Β΄ 1927) 25-45
Πηγές φωτογραφιών:
Χατζηδάκης Μ. (1960), Βυζαντινές τοιχογραφίες στον Ωρωπό, Δελτίον Χριστιανικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών 1, περίοδος Δ΄:1959