Ticker

12/recent/ticker-posts

Header Ads Widget

Responsive Advertisement

΄Έθιμα του Ωρωπού

Στην περιοχή του Ωρωπού ,όπως και σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν πολλά έθιμα που


 διατηρούνται χάρη στους πολιτιστικούς συλλόγους που υπάρχουν στην κάθε

 περιοχή.

Η βασιλόπιτα στα χωριά του Ωρωπού

Στον Αυλώνα, η Βασιλόπιτα συνήθως ήταν ψωμί το οποίο κεντούσαν με ζαχαρωμένο ζυμάρι. Με το ζυμάρι αυτό απεικόνιζαν πάνω στη βασιλόπιτα όλα τα μέλη της οικογένειας, το σπίτι, τα χωράφια και τα ζωντανά που είχε η οικογένεια. 
Στο μεσημεριανό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι πριν ξεκινήσουν το φαγητό, έκαναν όλοι το σταυρό τους και έλεγαν τις ευχές για το νέο έτος. Ο πατέρας γύριζε μία φορά τη βασιλόπιτα και την άφηνε να δουν σε πια μεριά θα σταματήσει. Ό,τι απεικονιζόταν πάνω στη βασιλόπιτα στη μεριά που θα σταματούσε, θα ήταν και το τυχερό τμήμα από την περιουσία της οικογένειας για τη νέα χρονιά. Αυτό σε αρκετά σπίτια συνεχίζεται και σήμερα. Άλλοι πάλι έστρωναν ένα άσπρο πανί κάτω και ο πατέρας της οικογένειας γύριζε τη βασιλόπιτα. Αν η βασιλόπιτα έπεφτε από την πλευρά που ήταν τα «κεντίδια» τα οποία είχε σχειδιάσει η νοικοκυρά στο πάνω μέρος, σήμαινε πως η οικογένεια θα είχε μέσα στη χρονιά περισσότερο στάρι. Αν πάλι σταματούσε από την ανάποδη πλευρά, οικογένεια θα είχε περισσότερο κριθάρι.
Παράλληλα στον Ωρωπό, το κύριο χαρακτηριστικό της Βασιλόπιτας ήταν επίσης τα «κεντίδια» τα οποία πολλές φορές ήταν αριστουργήματα προζυμοπλαστικής τέχνης. Στο πάνω μέρος της πίτας, η νοικοκυρά «κεντούσε» με «κορδόνια από προζύμι», που τα έπλαθε πάνω στο σοφρά, ως εξής:
Έναν μεγάλο σταυρό στο κέντρο, πλάτους 5εκ., που σχεδόν άγγιζε την περίμετρο, καταλήγοντας, στα τέσσερα άκρα του, σε τρία ημικύκλια. Στο κέντρο του σταυρού και στα τέσσερα άκρα του η νοικοκυρά «έμπηγε» μέχρι τη μέση καρύδια. Στα τέσσερα τεταρτημόρια του ψωμιού, όπως χωρίζονταν από τον σταυρό έφτιαχνε, με λεπότερα κορδόνια από προζύμι, τέσσερις κύκλους διαμέτρου 10 εκ. Περίπου. Οι τέσσερις αυτοί κύκλοι αντιπροσώπευαν τα τέσσερα βασικά στοιχεία που απαιτούνται για την ύπαρξη αλλά και την επιβίωση μιας οικογένειας: Ο πρώτος τα μέλη της οικογένειας, ο δεύτερος το σπίτι, ο τρίτος τα «ζωντανά» και ο τέταρτος τα αμπέλια και τα χωράφια.
Στον πρώτο κύκλο λοιπόν, απεικόνιζε το «προοπτικό» περίγραμμα ενός σπιτιού με δίριχτη στέγη και μέσα σχημάτιζε με ζυμάρι τα μέλη που κατοικούσαν στο σπίτι. Πρώτα ο πατέρας, μετά η μητέρα και στη συνέχεια τα παιδιά.  Στον δεύτερο κύκλο «ζωγράφιζε» ένα χοντρό ζώο (μουλάρι ή γαϊδούρι), μία κατσίκα και ένα δύο κοτόπουλα. Στον τρίτο κύκλο σχημάτιζε το περίγραμμα ενός αμπελιού και ένα σταφύλι με τις ρόγες του και στον τέταρτο κύκλο σχημάτιζε ένα-δυο στάχυα και ένα κλαδάκι με ελιές. Την ώρα που ζύμωνε τη Βασιλόπιτα, έβαζε μέσα και το φλουρί. Σημασία δεν έδιναν μόνο σε ποιον θα «πέσει» το φλουρί, αλλά και σε ποιον κύκλο. Αν π.χ. έπεφτε στον κύκλο της οικογένειας, ήταν το  καλύτερο σημάδι γιατί σήμαινε υγεία και ευτυχία για τα μέλη της.



Το έθιμο του καψίματος του καρνάβαλου στη Σκάλα Ωρωπού





Από το 2001 ο Πολιτιστικός και Πνευματικός Σύλλογος Σκάλας Ωρωπού πραγματοποιεί το παραδοσιακό έθιμο της κατασκευής και του καψίματος του Καρνάβαλου. Σύμφωνα με την Πρόεδρο του Συλλόγου Β.Βλάχου, η παράδοση στην Σκάλα Ωρωπού καλά κρατεί από την εποχή που ζούσε ακόμα ο γαιοκτήμονας Ανδρέας Συγγρός τον 19ο αιώνα. Στις γειτονιές της Σκάλας οι κάτοικοι άναβαν φωτιές, οι καλλίφωνες γυναίκες τραγουδούσαν, τα παιδιά μάζευαν ξύλα από τις αυλές των σπιτιών και συναγωνίζονταν ποια γειτονιά θα είχε την πιο ψηλή φλόγα. Με το καρναβάλι και το κάψιμο του Καρνάβαλου οι Σκαλαίοι σατίριζαν την επικαιρότητα και ξόρκιζαν το "κακό".

Το έθιμο της "Βάλεζας " στις απόκριες

 Επιμέλεια πληροφοριών 

Ιωάννης Γκικάκης 
Αποστρατος αξιωματικός Πολεμικής Αεροπορίας 

Η Βάλουζα

Η λέξη δεν είναι Ελληνική. Είναι Αρβανίτικη και είναι «απορίας άξιον» πως επικράτησε αυτή η 

λέξη, µέχρι και τελευταία, σε ένα αµιγές επί δεκάδες αιώνες ελληνικό χωριό, όπου η οµιλία των 

«αρβανίτικων» θεωρείτο ντροπή και εχρησιµοποιείτο µόνο εξ’ ανάγκης σε εµπορικές. συναλλαγές µε ξενοµερίτες. Το ορθόν της λέξης δεν είναι «Βάλουζα», αλλά «Βάλεζα» και 

σηµαίνει χορός και όχι αποκριάτικη φωτιά, όπως εµείς νοµίζαµε µέχρι σήµερα.

Η λέξη έχει λατινογενείς ρίζες και είναι αρβανίτικη παραφθορά του «BALOS» (Μπάλος), 

WALTZ (Βάλς), BAL (µπαλ-µασκέ) δηλαδή χορός.

Η χρησιµοποίηση λοιπόν της λέξεως, κατά τον παππού µου Γιάννη Λούπη, τον Παπά Παναγή 

τον Σκουρτανιώτη και τον Μπάρµπα-Βαγγέλη τον Σκουρτανιώτη (θεός σχωρέστους) έγινε για 

περιπαικτικούς λόγους από τους Ρωπαΐτες, που διεκρίνοντο για το Αριστοφανικό σατυρικό 

πνεύµα τους.

Εξ’ άλλου ο ίδιος ο χορός και αρκετά τραγούδια και δρώµενα της Βάλουζας διεκρίνοντο από 

το σατυρικό πνεύµα των αυτοσχέδιων «Αριστοφάνηδων», όπως θα δούµε παρακάτω.

Το έθιµο της Βάλουζας (χορός γύρω από φωτιά) έρχεται από τα προχριστιανικά βάθη των 

αιώνων.

Αλλά και για πρακτικούς κυρίως λόγους, δεν θα µπορούσε να γίνει χορός µέσα σε 

χειµωνιάτικη νύχτα, χωρίς την ύπαρξη φωτιάς.

Με τη φωτιά πετύχαιναν τρία απαραίτητα πράγµατα. Πρώτον ο φωτισµός του χώρου. 

Δεύτερο, το ζέσταµα όσων συµµετείχαν και τρίτον το ψήσιµο φαγητού, αν αυτό ήταν 

απαραίτητο.

Η προετοιµασία της «βάλουζας» δεν ήταν εύκολη υπόθεση, γιατί απαιτούσε πάρα πολλή 

καύσιµη ύλη (κλαδιά πεύκων κυρίως).

Το κόψιµο, αλλά και η µεταφορά των κλαδιών γινόταν από τους νέους και τα µικρά παιδιά 

του χωριού. Η εξόρµηση για το κόψιµο των κλαδιών γινόταν από το πρωί και τελείωνε πολλές 

φορές αργά το απόγευµα, µε ένα µικρό διάλειμμα το µεσηµέρι.

Τα παλικάρια, µε κοσόρες, έκοβαν τις χαµηλές κλάρες των πεύκων και µικρά ρουπάκια, όπου 

αυτά ήσαν πυκνά και τα πιτσιρίκια τις κουβαλούσαν σέρνοντας µέχρι το χώρο της Βάλουζας, µε 

γέλια και τραγούδια.

Το κόψιµο γινόταν από το πλησιέστερο σηµείο του δάσους, που τότε άγγιζε σχεδόν το χωριό.

Για το κάτω χωριό «το Παγκράτι», το δάσος έφτανε µέχρι τη µεγάλη βελανιδιά, πολύ πιο 

κάτω από τα κυπαρίσσια του νεκροταφείου.

Πολλές φορές έκοβαν, µε διµούτσουνες πριόνες, γέρικα πεύκα και τα έσερναν τραβώντας µε 

µουλάρια και άλογα.

Όλη αυτή η διαδικασία γινόταν ανάκατα µε φωνές, τραγούδια και πειράγµατα των παιδιών, 

έτσι ώστε κανείς να µη δίνει σηµασία στην κούραση, γιατί τα κλαδιά που έπρεπε να 

κουβαληθούν κάλυπταν σαν «βουνό» µία έκταση περίπου µισού στρέµµατος.

Εκτός από τα κλαδιά των πεύκων όµως έκοβαν και αρκετά ρείκια. Γιατί τα ρείκια πέφτοντας 

στην φωτιά, έκαναν µυριάδες µικροεκρήξεις (στράκες) και πέταγαν χιλιάδες σπίθες στον αέρα. 

Ήταν ίσως οι µικροπρόδροµοι των σηµερινών βεγγαλικών που µας έφεραν τα ευρωπαϊκά έθιµα 

(Τι κρίµα!).

Η Βάλουζα άναβε, όταν έπεφτε το σκοτάδι, από τους νέους. Για το κάτω χωριό (το Παγκράτι) 

ή θέση της ήταν στο οικόπεδο της Νικόλαινας, όπως το λέγαµε, λίγο πιο πάνω από εκεί που είναι 

σήµερα το σπίτι του Ντίνου του Πιτελόπουλου.

Μόλις φούντωνε η τεράστια φωτιά, τα πιτσιρίκια που χοροπηδούσαν γύρω της από τη χαρά, 

άρχιζαν να φωνάζουν όλα µαζί και κάτω από την καθοδήγηση των µεγάλων, µακρόσυρτα τη 

φράση «Κααλώς τη Βάααλουζαααα…».

Η τεράστια φωτιά που φώτιζε τη νύχτα, αλλά και οι κραυγές φαίνονταν και ακούγονταν έως 

την άλλη άκρη του χωριού.

Ήταν το σύνθηµα για να µαζευτεί ο κόσµος για το χορό και τη διασκέδαση. Οι άντρες 

κουβάλαγαν µαζί τους πρόχειρους µεζέδες και καµιά τσίτσα µε κρασί.

Όλοι σχηµάτιζαν ένα µεγάλο κύκλο γύρω από τη φωτιά και έτσι σιγά σιγά άρχιζε ο χορός.

Κάποιοι καλήφωνοι τραγουδιστές οδηγούσαν το τραγούδι, λέγοντας µία φράση, µία στροφή 

του τραγουδιού και αµέσως την επαναλάµβαναν οι υπόλοιποι. Έτσι το τραγούδι διαρκούσε 

διπλάσιο χρόνο και συµµετείχαν όλοι. Τα παλιά χρόνια στο πάνω χωριό συµµετείχαν µε τα. όργανά τους, δωρεάν, και οι οργανοπαίκτες του χωριού. Να σηµειωθεί ότι τα πρώτα 

γραµµόφωνα ήλθαν στα καφενεία µετά το 1938, αλλά και αυτά δεν ήταν δυνατόν να 

χρησιµοποιηθούν στο τεράστιο χώρο της «Βάλουζας».

Έτσι, το δια ζώσης φωνής, εν χορώ, τραγούδι κάλυπτε άριστα τις ανάγκες των γλεντιών. 

Πολλά τραγούδια, τα έλεγαν οι γυναίκες όπως το «λεµονάκι µυρωδάτο»

«Γερακίνα» και άλλα αποκριάτικα. Οι άντρες έλεγαν «Στα ρείκια βγαίνει ένα νερό» «Πώς το 

τρίβουν το πιπέρι» «Ένα καράβι από τη Χιό» «Σταµατούλα» «Στο Περιστέρι» και άλλα πολλά. 

«Όταν περνάς γιατί τα µάτια χαµηλώνεις» «Ο Χαραλάµπης» «Όλα τα πουλάκια βρ’ αµάν αµάν».

Στη συνέχεια τη σκυτάλη την έπαιρνε ο «Αριστοφάνης» του χωριού µε σατυρικά τραγούδια 

που «φωτογράφιζαν», «σατίριζαν» και «πείραζαν» όλους του παρευρισκόµενους.

Αυτός µπορεί να µην είχε πολύ καλή φωνή, αλλά έπρεπε να ήταν άριστος στιχοπλάστης, 

ποιητής και εύστροφος. Έλεγε µία φράση και την επαναλάµβαναν εν χορώ όλοι. Αυτοί οι 

ποιητικοί τραγουδιστικοί αυτοσχεδιασµοί, ήταν κάτι σαν τις Κρητικές µαντινάδες. Μόνο που 

τούτες εδώ χορευόντουσαν.

Πριν το 1900 τέτοιοι τραγουδοστιχοπλάστες ήταν οι αείμνηστοι μπάρμπα-Κωστής 

Σκουρτανιώτης, μπάρμπα -Αλέκος Τυροβόλης, μπάρμπα -Πανάγος Αλεξάνδρου και το µεγάλο 

πειραχτήρι ο μπάρμπα Γιώργης ο Γκικάκης.

Το πρώτο τέταρτο του 1900 ήταν ο Γιώργος ο Κουρούπης ο Πανάγος ο Κουρούπης και ο 

Κανέλης.

Μετά το 1945 κυριάρχησε το απίστευτο ταλέντο του Παναγιώτη της Χρυσώς (Ντάσκας) και 

επικουρικά βοηθούσαν ο Πλάτων ο Κουρούπης, ο Αριστείδης ο Σιδέρης (Λύρης) και άλλοι.

Η παρέα αυτή του Ντάσκα συνδύαζε τα σατυρικά τραγούδια µε αστεία παιχνίδια, απίστευτες 

«µασκαράδικες» µεταµφιέσεις και άλλα αστεία που «έσκαγαν» τον κόσµο στα γέλια.

Από το πλούσιο αυτό ρεπερτόριο αναφέρω το τραγούδι (µία στροφή) «Πήρα- µε το ρέµα 

ρέµα. Άντε µπρε το ρέµα ρέµα. Βρήκαµε ένα κούφιο δέντρο. Άντε µπρε ένα κούφιο δέντρο. Είχε 

µέσα κουκουβάγιες. Μπρε είχε µέσα κουκουβάγιες. Και όλοι πήραµε από µια και ο … (τάδε) δεν 

πήρε καµία». Αυτό τραγουδιόταν ενώ χόρευαν πολλοί. Ο … (τάδε) λοιπόν που άκουγε το όνοµά 

του έβγαινε από το χορό, ή πήγαινε τελευταίος ή έπαιζε µε τον Ντάσκα το «Κάνε ότι κάνω», 

κρατώντας ένα πιάτο, που το κάτω µέρος του ήταν µουτζουρωµένο. Έτσι µουτζουρωνόταν 

χωρίς να το καταλάβει και το γέλιο συνεχιζόταν.

Και το τραγούδι συνεχιζόταν µε άλλους στίχους και άλλο όνοµα κάθε φορά.

Σ’ όλη αυτή τη διάρκεια του γλεντιού τα παιδιά «τάιζαν» τη φωτιά µε κλαδιά και ρείκια για 

τις στράκες, αλλά και ρίζες από αθάνατα για να κρατάει κάρβουνα.

Μόλις έπεφτε λίγο η φλόγα, τα πιτσιρίκια που δεν χόρευαν, έπαιρναν φόρα και πηδούσαν 

πάνω από τη φωτιά και µέσα από τη φλόγα, περνώντας σαν αστραπές από την άλλη µεριά.

(Σηµ. Ο αναγνώστης που δεν έχει ζήσει τη Βάλουζα, ας κλείσει λίγο τα µάτια και ας φανταστεί 

τα ξαναµένα από τη φωτιά πρόσωπα των χωριανών, φωτισµένα από την τεράστια φλόγα, µε 

ένα διαρκές γέλιο στο πρόσωπο και τα µάτια τους πυρωµένα, να γυαλίζουν γεµάτα χαρά και 

ευτυχία).

Έτσι γλεντούσαν τότε οι άνθρωποι. Κουρασµένοι, ίσως και πεινασµένοι, µα χαιρόντουσαν 

αυτό το «ΕΛΑΧΙΣΤΟ».

Τι ώρα τελείωνε το γλέντι της Βάλουζας δεν θα µπορούσα να σας πω. Τότε δεν υπήρχαν 

ρολόγια. Δεν υπήρχαν ώρες και λεπτά. Τότε ο χρόνος ήταν µπόλικος και ο κόσµος τον χόρταινε 

και ας πέθαινε γύρω στα 60. Τότε τον χρόνο τον µετρού- σαν µε το «νωρίς» ή το «αργά» ή µε τα 

«καλάµια» του ήλιου, πριν βασιλέψει, ή µετά την ανατολή. (Έλεγαν «Δύο καλάµια πριν 

βασιλέψει» «Ένα καλάµι µετά την ανατολή» ή «Ένα καλάµι πριν το µεσηµέρι»). Και το γλέντι 

της Βαλούζας τελείωνε πολύ «αργά». Γύρω στις έντεκα τη νύχτα, το πολύ.

Κι ο κόσµος σκορπούσε ήσυχα για τα κονάκια του. Γιατί την άλλη µέρα έπρεπε να σηκωθούν, 

πριν χαράξει, για τη δουλειά.


Ο χορός του Άη Γιώργη στα Νέα Παλάτια



Χορός του Αη-Γιωργιού ανάμεσα στη νέα πέτρινη εκκλησία και την παλιά ξύλινη. Στο τραγούδι του Αη-Γιωργιού (99 στίχοι), το πρώτο μέρος αναφέρεται σε μια βασιλοπούλα που αρματώνει ένα καλοφτιαγμένο καράβι και το εξοπλίζει με διαλεχτούς ναύτες για να σεργιανίσει τη θάλασσα. Όμως ένα βασιλόπουλο (του ρήγα ο γιος) την κυνηγά, και για να πάρει ένα φιλί της, της χαρίζει την καλύτερη φρεγάδα του. Η κόρη αρνείται κι εκείνος προτείνει να βγουν «έξω στη στεριά κι όποιος νικήσει, ας πάρει». Στην πρόταση αυτή, η «σουλτάνα» απαντά ότι στον τόπο της υπάρχει ένα φοβερό ανθρωποφάγο θεριό κι έτσι αρχίζει το κυρίως μέρος του τραγουδιού, αυτό που αναφέρεται λεπτομερώς στη δρακοντοκτονία. Το τραγούδι τελειώνει με εγκώμια, ευχές και παρακλήσεις προς τον πολυαγαπημένο Άγιο να δώσει υγεία, αφθονία και πλούτο σε άντρες και γυναίκες.



 Το "ποδαρικό" της πρωτοχρονιάς

Είναι αξιοσημείωτο ότι το έθιμο του «Ποδαρικού» καταγράφεται τόσο στον Ωρωπό όσο και στα Παλάτια του Μαρμαρά, πολύ πιο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η αρχή του εθίμου αποδίδεται στους λόγους του επισκόπου Γρηγορίου Νύσσης (335-395 μ.Χ.) προς τους Βυζαντινούς ότι την Πρωτοχρονιά «δεξιάς τινας συντυχίας επετήδευον», δηλαδή θα πρέπει να συναντούν ή να δέχονται στο σπίτι τους πρόσωπο που, όπως νόμιζαν, θα τους έφερνε ευτυχία.  Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα για το ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι τους τη νέα χρονιά, δηλαδή θα κάνει ποδαρικό.


Όπως αναφέρει ο συγγραφέας Θ. Ηλιάδης, το πρωί της Πρωτοχρονιάς στα Παλάτια κανείς μεγάλος δεν πήγαινε σε άλλο σπίτι, για να μην κάνει ποδαρικό. Οι νοικοκυρές είχαν από πριν συνεννοηθεί κι έστελναν τα μικρά «γουρλίδικα» παιδιά στα συγγενικά σπίτια. Αυτή την ημέρα όλοι έκαναν τις δουλειές τους κανονικά για να πηγαίνει καλά όλος ο χρόνος. Στο τραπέζι που κάθονταν το μεσημέρι, κόβανε την ανεβατή ή φυλλωτή πίτα κι όποιος εύρισκε το βασίλεμα, δηλαδή το φλουρί, θα «βασίλευε» όλο τον χρόνο.


Αλλά και στον παλιό Ωρωπό ταυτόχρονα, σύμφωνα με τον συγγραφέα Ι. Γκικάκη, κάθε οικογένεια προσκαλούσε από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ένα παιδί, συνήθως συγγενικό, να πάει πρωί πρωί να της κάνει ποδαρικό. Πριν ξημερώσει, η μάνα του παιδιού ετοίμαζε το «Πιάτο του ποδαρικού», που το έφτιαχνε με πολλή προσοχή και τέχνη. Στο κέντρο τοποθετούσε μερικούς μπακλαβάδες και περιμετρικά μελομακάρονα. Μετά έβαζε μια «ντάνα» (σειρά) κουραμπιέδες. Στη συνέχεια έβαζε μία ή δύο ντάνες δίπλες και στην κορυφή ένα πορτοκάλι, στο οποίο κάρφωνε ένα ασημένιο ή έστω απλό νόμισμα (συνήθως τάληρο).  Τα γλυκά συμβόλιζαν τη «γλυκειά ζωή» για το σπίτι του ποδαρικού. Οι φέτες του πορτοκαλιού συμβόλιζαν την ευχή για την απόκτηση πολλών απογόνων, αν η οικογένεια ήταν νέα, ή για καλή σοδειά από τα αμπέλια και τις ελιές. Τα καρύδια συμβόλιζαν τα γεμάτα αμπάρια (με στάρι και κριθάρι). Και τέλος το ασημένιο νόμισμα ήταν η ευχή για υγεία και οικονομική άνεση. Αυτό το πιάτο, η νοικοκυρά (μάνα του παιδιού) το τύλιγε όμορφα με μία άσπρη καινούργια πετσέτα και έδενε σταυρωτά τις τέσσερις γωνίες του στην κορυφή του πιάτου. Το σταυρωτό δέσιμο συμβόλιζε τον Σταυρό. Αφού λοιπόν το ετοίμαζε, το σταύρωνε τρεις φορές με το χέρι της και το έδινε στο παιδί για να πάει στο «Ποδαρικό», δίνοντάς του παράλληλα ένα κλωνάρι ελιάς και θυμίζοντάς του για τελευταία φορά τα λόγια που έπρεπε να πει.


Το παιδί έπρεπε να πάει πριν το χάραμα, για να μη συμβεί το ανεπιθύμητο: Δηλαδή να κάνει «ποδαρικό» κάποιος άλλος απρόσκλητος. Το παιδί έπρεπε να δρασκελίσει το κατώφλι με το δεξί του πόδι και όχι με το αριστερό, γιατί ήταν γρουσουζιά. Μπαίνοντας, έδινε το πιάτο του ποδαρικού στη γιαγιά ή στη θεία ανάλογα. Στη συνέχεια χτυπούσε τρεις φορές ελαφριά με το κλαδί της ελιάς τα κεφάλια των ευρισκομένων μέσα στο σπίτι, αρχίζοντας από τον νοικοκύρη του σπιτιού (παππού ή θείο), επαναλαμβάνοντας στον καθένα την ευχή: «Χρόνια πολλά, με υγεία και ευτυχία το νέο έτος. Με στάρια και κριθάρια, γεμάτα να ν’τ’αμπάρια».





Στη συνέχεια το κλαδί της ελιάς πήγαινε στον παππού και μετά στα άλλα μέλη της οικογένειας «κατ’ αρχαιότητα». Οι οποίοι ξεκινώντας από το παιδί έκαναν την ίδια διαδικασία, ευχόμενοι «Καλή Χρονιά» και προσφέροντας το προβλεπόμενο από το έθιμο μεγάλο χαρτζιλίκι στο παιδί.  Στη συνέχεια, η οικογένεια καθόταν γύρω από το τζάκι να πιουν το τσάι που έφτιαχνε η νοικοκυρά, βάζοντας στη μέση του σοφρά μία πιατέλα με δικά της γλυκά και φρέσκες τηγανίτες με μέλι ή πετιμέζι. Όταν τελείωνε αυτή η ζεστή και τρυφερή διαδικασία, η νοικοκυρά έφτιαχνε και έδινε στο παιδί το δικό της πιάτο με γλυκά, για να το πάει στο σπίτι του.


Ακόμα όμως και χωρίς ποδαρικό, οι οικογένειες συγγενών και γειτόνων αντάλλαζαν εκείνη την ημέρα το πατροπαράδοτο πιάτο με τα γλυκά και το πορτοκάλι.

Το έθιμο του Κλήδονα στα Νέα Παλάτια Ωρωπού 

Στα Νέα Παλάτια, στον Ωρωπό Αττικής, οι Μαρμαρινοί τηρούν  τα έθιμα του Κλήδονα. Κινούν με πομπή αργά το απόγευμα προς την θάλασσα με τον μαστραπά ανά χείρας. Όταν φτάνουν εκεί που σκάει το κύμα και μετρούν υπομονετικά και φωναχτά σαράντα κύματα, όσα περνά ο έρωτας, η αγάπη κι η συμβίωση. Ύστερα γεμίζουν τον μαστραπά με θαλασσινό νερό και τον σκεπάζουν με ένα κομμάτι κόκκινο ύφασμα. Η πομπή επιστρέφει,  κρατώντας τον μαστραπά με το θαλασσινό νερό χαρούμενη. Στην διαδρομή φωνάζουν ονόματα κοριτσιών και αγοριών, όποιος κι όποια ακούει το όνομα αυτού ή αυτής που επιθυμεί, ρίχνει μια φτυσιά·  και γίνεται  χάζι μεγάλο. Φτάνοντας έξω από το σύλλογο Νέων Παλατίων περιμένουν αναμμένες τρεις φωτιές (όπου σιγοκαίνε μαγιάτικα στεφάνια και ξύλα), μια για την παιδικότητα, μια για την νεότητα και μια για την γηραιότητα.


Πηδούν πάνω από τις φωτιές και βάζουν τον μαστραπά πλάι τους και τα ελεύθερα κορίτσια, μα και τα αγόρια, τοποθετούν μέσα τα σημαδάκια τους (καρφίτσες, δαχτυλίδια, κουμπιά, σταυρουδάκια κι άλλα μικρά συμβολικά του καθενός). Αργότερα τραγουδώντας στιχάκια του Κλήδονα με υπονοούμενα ερωτικά θα βγάλουν από το θαλασσινό νερό τα σημαδάκια τους. Νά ‘ναι και φέτος καλορίζικα τ’ αρραβωνιάσματα και οι έρωτες ποθοπλάνταχτοι!



“Ανοίγουμε τον Κλήδονα με τ’ Αηγιαννιού τη χάρη

κι όποια ‘ναι καλορίζικια ας έρτει να το πάρει!!!”

Στο λυκόφως ενός ακόμη εθίμου αισθάνομαι τυχερός που το πρόλαβα κι είδα και την μάνα μου να πηδά πάνω από τις φωτιές.


Πηγές:


Γκικάκης Ι. (2007), Η Ιστορία του Ωρωπού, Ωρωπός


Ηλιάδης, Θ. (2001), Προκόνησος-Παλάτια-Νέα Παλάτια, Κοινότητα Νέων Παλατίων.


https://www.sansimera.gr/articles/1027

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια