Το ποδαρικό του 1949 στον Ωρωπό

Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς του 1949, και παρά το διαολεμένο κρύο που κατέβαζε - σε αλεπάλληλες ριπές- ο χιονισμένος καρακαξάς, η αραιοκατοικημένη γειτονιά μας, στον κάτω Ωρωπό, έσφυζε από ζωή και έντονη κινητικότητα.  Οι γυναίκες ανασκουμπωμένες ετοίμαζαν τους φούρνους για να  ψήσουν τις βασιλόπιτες και τη δεύτερη παρτίδα από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και μπακλαβάδες, γιατί την άλλη μέρα, πέρα από τα καθιερωμένα και απαραίτητα κεράσματα, έπρεπε να έχουν φρέσκα γλυκά, για να ανταλλάξουν – κατά το έθιμο – τα εντυπωσιακά στολισμένα πρωτοχρονιάτικα "πιάτα των ευχών" και του "ποδαρικού"! 





Η Μάνα μου (η κυρά Λένη) με σηκωμένα τα μανίκια και χωρίς ζακέτα ή σάλι πάνω της, πηγαινοερχόταν αλαφιασμένη για να τα προλάβει όλα. Βλέπεις, εκτός από τα "του σπιτιού" έπρεπε να ετοιμάσει και τους "χριστουγεννιάτικους μεζέδες" για το μαγαζάκι του πατέρα μου, μια μικρή ταβέρνα εκεί στο σταυροδρόμι, που ήταν η πρώτη και μοναδική που είχε χτιστεί στον Κάτω Μαχαλά, μετά τον μεγάλο σεισμό του 1938 . Είχε ήδη ανάψει το φούρνο και έως ότου να πυρώσει ο φούρνος, πήρε την κοσόρα και πήγε στο σορό με τα χοντρόκλαρα για να ετοιμάσει τα κλαρούδια για το δεύτερο φούρνισμα της ημέρας. Το χέρι της ανεβοκατέβαζε με φούρια, ακούραστα, τη βαριά κοσόρα , λες και ήταν άντρας! Καθόμουν σε μια άκρη της αυλής και την κοιτούσα με θαυμασμό για την δύναμη της! Παράλληλα όμως, ένιωθα και μια απέραντη λύπη, βλέποντάς την να παιδεύεται τόσο μ’ όλα αυτά. Δεν άντεξα και την πλησίασα με ένα αβάσταχτο πλάκωμα  στεναχώριας. 

-"Μάνα να σε βοηθήσω λίγο;" τη ρώτησα με αγωνία.

Γύρισε προς το  μέρος μου αναψοκοκκινισμένη από τη φωτιά, που είχε ήδη φουντώσει, και τη δουλειά. Τα μάτια της ήταν κόκκινα από τον καπνό. Με κοίταξε με ένα βλέμμα  που έκρυβε τη γλύκα όλου του κόσμου. Στα μάτια της διέκρινα μια ξαφνική και έντονη υγρασία . Κατάλαβα ότι δεν ήταν απ’ τον καπνό...  Άπλωσε τα χέρια της και με αγκάλιασε σφιχτά, λες και ήθελε να με σκάσει. Ύστερα με άφησε, μου χάϊδεψε το κεφάλι και το φίλησε, λέγοντας μου με φανερή συγκίνηση, 

- "Όχι παιδί μου δεν χρειάζεται, την ευχή μου να‘χεις…πήγαινε να παίξεις με τους φίλους σου".  

Την κοίταξα κατάματα συγκινημένος μα δεν έφυγα. Πήγα στα κομμένα κλαρούδια και άρχισα να τα κουβαλάω δίπλα της κοντά στο φούρνο. Με κοίταξε  πάλι αλλά δεν μίλησε, όμως με την άκρη του ματιού μου την είδα να σφουγγίζει, βιαστικά, με την άκρη της μαντήλας της, δύο σταγόνες που…τόλμησαν  να κυλήσουν στο μάγουλο της. Κατάλαβε ότι την είδα και χωρίς να με κοιτάξει, μονολόγησε 

-"Αχ αυτός ο καπνός…."

Κατάλαβα όμως κι’ εγώ και μονολόγησα μέσα μου, πνίγοντας έναν επίμονο λυγμό,

-"Αχ ρε Μάνα…"  και συνέχισα να κουβαλάω τα κλαρούδια.    Εκείνη την ώρα φάνηκε πίσω από τη γωνιά του σταύλου ο πατέρας μου κρατώντας στα χέρια του το μεγάλο μπρακάτσι γεμάτο με το γάλα που μόλις είχε αρμέξει από τα μανάρια.

-"Οδυσσέα, τα κλαριά δεν θα μας φτάσουν, πρέπει να πας στο βουνό να φέρεις δυο ακόμη φορτώματα".

Την κοίταξε με δυσφορία αλλά και απορία …

-"Βρε κυρά, είσαι σίγουρη; Προχθές έφερα τρία φορτώματα !" 

Η Μάνα τον κοίταξε αυστηρά και τον καθήλωσε με μια ερώτηση που δεν επιδεχόταν αντίρρηση. 

-"Κοίταξέ τα… φτάνουν; ...κι’έχουμε να "ρίξουμε" έναν ακόμη φούρνο και να βράσουμε κι’ένα καζάνι πηχτή για το μαγαζί !"

Ο πατέρας μου, με μία δόση αμηχανίας αλλά και δυσφορίας, έριξε μια γρήγορη ματιά και είδε ότι τα κλαριά και τα λιανόξυλα δεν θα έφταναν  με τίποτα να βράσουν και την πηχτή και ήξερε καλά ότι τις γιορτές των χριστουγέννων το μαγαζί δούλευε  με χοιρινό, τσιγαρίδες, γουρουνίσια ντόπια λουκάνικα αλλά -κυρίως- δούλευε με την πηχτή και σκορδοστούμπι. H πηχτή γινόταν βράζοντας σε καζάνι τα ξεκοκαλιάσματα της γουρουνοκεφαλής μαζί με τα πόδια αλλά και τα "δεύτερα" κρέατα που έμεναν στο τέλος από το γδάρσιμο του γουρουνιού. Όταν  γινόταν η "πρώτη βράση", ρίχναν στο καζάνι 4-5 κρασοπότηρα σκορδοστούμπι που γινόταν από στουμπηγμένα σκόρδα, πολύ μαύρο πιπέρι και "γερό" ξύδι. Το ανακάτευαν καλά κι’ ύστερα το έριχναν με την κουτάλα σε πιάτα και γαβάθες διαφόρων μεγεθών όπου και πάγωνε. Αυτή ήταν η "πηχτή". Αν όμως, κάποιος την ήθελε σούπα ζεστή σκορδοστούμπι, τότε ο μάγειρας ζέσταινε την πηχτή σε ένα κατσαρόλι και σερβίριζε έτσι το ζεστό  σκορδοστούμπι!          

Χωρίς λοιπόν δεύτερη σκέψη, είπε στη μάνα,

-"Εχεις δίκιο κυρά, φεύγω αμέσως για να προλάβω!",  και χωρίς χρονοτριβή μπήκε στο στάβλο να σαμαρώσει τα δύο γαϊδούρια , το δικο μας και του παππού. Τους φόρεσε γρήγορα τα σαμάρια, φροντίζοντας να ελέγξει δύο φορές τις ίνγκλες αν είχαν δέσει σφιχτά. Τότε τον ρώτησα με δισταγμό ανάμεικτο με αγωνία,

-"Μπαμπά νά ‘ρθω και εγώ στο βουνό;"

Με κοίταξε λίγο με δισταγμό και ανησυχία, όμως σχεδόν αμέσως μου είπε μ’ ενα κρυφό χαμόγελο,

-"Άϊντε έλα, είναι καιρός να μαθαίνεις και τα μυστικά του βουνού. Φέρε την κοσόρα, το τσεκούρι και το τσαπί του παππού."

Σε μισό λεπτό του τα είχα φέρει και τα τρία! Έβαλε την κοσόρα συρταροτά ανάμεσα στις παΐδες και στο μαξιλάρι του σαμαριού και κρέμασε τα άλλα δύο εργαλεία, σουρτά στα μπροστινά και στα πίσω ζέγκια. Ανέβηκε μ’ ένα σάλτο -σαν έφηβος– στο γαϊδούρι του παππού και μού ‘δωσε το καπίστρι του δικού μας.  -"Σάλτα απάνω" μου πρόσταξε με συγκίνηση.


Σε είκοσι λεπτά είχαμε μπεί στο πυκνό δάσος του Αγιοστράτη. Ο πατέρας μου ήξερε καλά τα μέρη και δεν ανησυχούσα. Αν ήμουν μόνος, σίγουρα θα χανόμουν! Το δάσος ήταν πολύ πυκνό και μετά βίας θα περνούσαν τα ζώα φορτωμένα. Κάποια στιγμή, ο πατέρας μου που πήγαινε μπροστά, τράβηξε το γκέμι της γαϊδούρας του και με το ήρεμο πρόσταγμα "έιωωωπ’’ το υπάκουο ζώο σταμάτησε περιμένοντας. Ο πατέρας μου κοίταξε προσεκτικά γύρω κι ύστερα τράβηξε το γκέμι αριστερά. Το ζωο κατάλαβε και ακολούθησε ένα μικρό άνοιγμα στα αριστερά μας. Έγώ ακολουθούσα σιωπηλός μαθαίνοντας τα μυστικά του δάσους. Σε λίγη ώρα βρεθήκαμε σε ένα μικρό ξέφωτο που ήταν γεμάτο από ξερά κλαδιά από κομμένα πεύκα. Ο πατέρας μου έκοβε κι’εγώ δεμάτιαζα. Όταν τελειώσαμε, φορτώσαμε τα δυο ζώα και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.   Σάν βγήκαμε σε ένα ξέφωτο με λίγα θυμάρια και ρείκια, σταμάτησε, πήρε το  τσαπί και μου έκανε νόημα να ακολουθήσω. Τον ακολούθησα  μέχρι που σταμάτησε μπροστά σε μια πλατύφυλλη, μεγάλη κρεμμύδα, έτσι την ήξερα μέχρι τότε.  Αυτήν, οι παλιοί την έλεγαν "μπόσκα" και αυτήν  χρησιμοποιούσαν για τις ευχές στα ποδαρικά!  

-"Η θειά Βαγγελιώ μου παράγγειλε να πας αύριο το πρωί να της κάνεις ποδαρικό, αλλά θέλει με μπόσκα  όπως τα παλιά χρόνια. Έλα λοιπόν να σου δείξω πως βγάζουμε από το χώμα "την μπόσκα των ευχών". Πρέπει να την  βγάζεις με σεβασμό με τον παραδοσιακό τρόπο, χωρίς να την πληγώσεις. Κοίτα πως…."


Σήκωσε το τσαπί ψηλά, πάνω απ’ το κεφάλι του και το κατέβασε με δύναμη 15 πόντους ανατολικά της μπόσκας. Έκανε το ίδιο άλλες τρεις φορές αλλάζοντας θέση κάθε φορά. Μία δυτικα, μία βόρεια και μία νότια, κάνοντας το σχήμα του σταυρού. Όλες οι τσαπιές έμπαιναν λοξά είκοσι πόντους μες στο  χώμα, μέχρι κάτω απ’ το βολβό. Έτσι, με το τέταρτο χτύπημα σηκώνοντας το τσαπί, έβγαινε  η μπόσκα ολόκληρη και απείραχτη. Έβγαλε λοιπόν τη μπόσκα, την καθάρισε και μου την έδωσε να την προσέχω, δίνοντας μου παράλληλα και τις τελευταίες "οδηγίες χρήσεως".

 - "Πρόσεξε, όμως, γιε μου, τούτη δω η κρεμμύδα δεν είναι σαν το κλαράκι της ελιάς. Τούτη δω αν σου ξεφύγει λίγο, πονάει σαν σφυρί, γι’ αυτό όταν θα εύχεσαι σε παιδί, γυναίκα, ή γέρο, τότε θα κρατάς τη μπόσκα από την κρεμμύδα και θα χτυπάς το κεφάλι με τα φύλλα . Αν όμως είναι κανένας νέος και ξεροκέφαλος, τότε κρατάς τα φύλλα και τον χτυπάς  με την κρεμμύδα, αλλά πρόσεξε, οχι πολύ δυνατά."

Άκουσα με πολύ προσοχή τις οδηγίες, αποφασισμένος να τις τηρήσω επακριβώς, όπως έλεγε και η δασκάλα στο σχολείο μας. 


Το πρωί της πρωτοχρονιάς η μάνα με ξύπνησε κατά τις έξι η ώρα γιατί έπρεπε να πάω στο "ποδαρικό" στη θειά Βαγγελιώς, πριν φέξει και πριν προλάβει κανείς ανεπιθύμητος να περάσει την πόρτα της. Όση ώρα εγώ ντυνόμουν, η μάνα μου ετοίμαζε, με ζηλευτή τέχνη, το πιάτο του "ποδαρικού". Κάτω μια στρώση  μπακλαβάδες, μετά μια στρώση μελομακάρονα, μια στρώση κουραμπιέδες και πάνω-πάνω μια στρώση δίπλες μελωμένες. Στο κέντρο ένα πορτοκάλι, με καρφωμένο έως το μέσο ένα ασημένιο τάληρο και γύρω στη βάση τέσσερα καρύδια στο σχήμα του σταυρού. Το πιάτο αυτό, το τύλιγε σε μια άσπρη γιορτινή πετσέτα, που οι άκρες της έδεναν χιαστά (σταυρωτά) στην κορυφή του πιάτου. 


Αφού ντύθηκα, μου έδωσε η μάνα μου στο ένα χέρι το πιάτο και στο άλλο το λαδοφάναρο για να βλέπω το δρόμο. Το σπίτι της θείας μου ήταν στον πάνω μαχαλά, δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας, είκοσι λεπτά δρόμος. Έξω ο πρωινός παγωμένος βοριάς "ξύριζε". Όταν έφτασα στη θεία μου, είχα κοκαλώσει. Η θειά με περίμενε στην πόρτα, με είχε δει από το παράθυρο.  Άνοιξε την πόρτα με συγκίνηση και μου είπε καθώς κοιτούσε τα πόδια μου…"πρόσεξε, το δεξί πρώτα", για να προλάβει το ανεπιθύμητο λάθος, να  μπω με το αριστερό γιατί ήταν μεγάλη γρουσουζιά! Δεν έκανα βέβαια το λάθος, και μπήκα με το δεξί, έκλεισα την πόρτα πίσω μου, ακούμπησα το πιάτο και το φανάρι στον σοφρά και πιάνοντας τη μπόσκα από το βολβό, χτύπησα, απαλά, με τα φύλλα, τρεις φορές το κεφάλι της  θείας Βαγγελιώς, λέγοντας ταυτόχρονα την καθιερωμένη ευχή που είχαμε μάθει στο σπίτι.

-"Χρόνια πολλά, με υγεία και ευτυχία το νέον έτος. Με στάρια και κριθάρια, γεμάτα ναν’ τ’ αμπάρια".

Τελειώνοντας τις ευχές μου έσκυψα και φίλησα το χέρι της θείας μου, όπως επέβαλε ο "προσήκων σεβασμός" εκείνα τα χρόνια. Η θειά με αγκάλιασε και με ασπάστηκε τρεις φορές στα μάγουλα, ευχόμενη και αυτή "καλή χρονια και καλή πρόοδο παιδί μου". Στη συνέχεια  με τον ίδιο τρόπο ευχήθηκα στην ξαδέρφη μου, την Αθηνά, που είχε σηκωθεί και αυτή απ’ το κρεβάτι της. Ο Κωστής, ο ξάδερφος μου, όμως, κουκουλωμένος έως επάνω, έδειχνε να κοιμάται ακόμη. Κοίταξα τη θεία μου  με δισταγμό περιμένοντας να μου πει τι να κάνω και αυτή μου είπε χαμογελώντας προτρεπτικά

- "Δώστου δύο με την μπόσκα να τον ξυπνήσεις". 

Θυμήθηκα τις οδηγίες του πατέρα μου ‘’….αν είναι άντρας τον χτυπάς με τήν κρεμύδα"... 

Ο Κωστής ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερος μου και ήταν το πιο δυνατό παλικάρι του χωριού, άρα...έπιασα λοιπόν την μπόσκα από τα φύλλα και όπως τράβηξε την πονόβα η θεία μου, εγώ χτύπησα μαλακά -έτσι νόμιζα- το κεφάλι του Κωστή, λέγοντας του και τις σχετικές ευχές. Όμως, τα χτυπήματα μου φαίνεται ότι ήταν πολύ δυνατά, γιατί αυτός τινάχτηκε ξαφνιασμένος από το κρεβάτι τρίβοντας το κεφάλι και φωνάζοντας με θυμό και πόνο! Εγω κρύφτηκα πίσω από τη θειά Βαγγελιώ φοβισμένος, και η θειά Βαγγελιώ ανέλαβε να τον καλμάρει . Όταν ο Κωστής κατάλαβε τι είχε γίνει, μέρεψε, ύστερα γέλασε τρανταχτά και ήρθε κι’αυτός χαρούμενος να ανταλλάξουμε ευχές, τρίβοντας, όμως, συνέχεια το κεφάλι του και λέγοντας μου  μαζεμένες και ανακατωμένες ευχές και συμβουλές. 

-"ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ρε ξάδερφε, ευτυχισμένο το νέο έτος και καλή πρόοδο στο σχολείο. Κοίτα να διαβάζεις και να  μάθεις πολλά γράμματα, για να μη μείνεις στα χωράφια σαν εμένα και παιδεύεσαι. Και κάτι ακόμα, τελευταίο, ρε ξάδερφε, …κοίτα, η μπόσκα είναι πολύ βαριά και πονάει, μη το ξανακάνεις έτσι…, μόνο με τα φύλλα, όχι με την κρεμμύδα..  ή καλύτερα κάνε το με το κλαράκι της ελιάς"!


Στο μεταξύ η θεία και η Αθηνά είχαν ετοιμάσει το καυτό τσάι                                                                           του βουνού και μια πιατέλα με δίπλες και μελομακάρονα… Σε λίγο, στο τσάκα- τσάκα, η Αθηνά ετοίμασε και μια πιατέλα "τηγανίτες" ζεστές με μπόλικο -πηχτό- πετιμέζι, αφού τότε το μέλι ήταν δυσεύρετο και πανάκριβο και το φτωχικό της θείας Βαγγελιώς -όπως σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού- δεν μπορούσε να έχει αυτή την…πολυτέλεια! 


Έτσι, στο φτωχικό (ένα δωμάτιο όλο κι όλο) της θείας Βαγγελιώς  και κάτω από το ταπεινό φως του λυχναριού και το τρεμουλιαστό φως από τις μικρές φλόγες του φρεσκασπρισμένου πέτρινου τζακιού, τελείωσε γλυκά και όμορφα  αυτό το ποδαρικό στην χιονισμένη πρωτοχρονιά του 1949…                                                                                                                

(Πρωτοχρονιάτικο διήγημα από την ενότητα "10 διηγήματα - αληθινές ιστορίες" και μαθήματα ζωής του Ωρωπού)(Τούτο το διήγημα ας είναι εφαλτήριο ΕΛΠΙΔΑΣ για τα  νέα παιδιά)

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ


Γιάννης Οδυσ. Γκικάκης (Αρης Ρωμανος) 31/12/2014



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια